αδιερευνητος

αδιερευνητος
    ἀδιερεύνητος
    ἀ-διερεύνητος
    2
    1) необысканный
    

ἀ. πλησιάζειν τινί Plut. — входить к кому-л., не будучи подвергнутым (предварительному) обыску

    2) неисследованный Plut.
    3) недоступный для исследования
    

(πέλαγος Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αδιερευνητος" в других словарях:

  • ἀδιερεύνητος — inscrutable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιερεύνητος — η, ο (Α ἀδιερεύνητος, ον) [διερευνῶ] αυτός που δεν διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί, να εξεταστεί, αδιευκρίνητος, ανεξερεύνητος, άγνωστος αρχ. (για πρόσωπα) ανεξέταστος …   Dictionary of Greek

  • αδιερεύνητος — η, ο αυτός που δε διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί: Για την επιστήμη το θέμα αυτό είναι ακόμη αδιερεύνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιερεύνητον — ἀδιερεύνητος inscrutable masc/fem acc sg ἀδιερεύνητος inscrutable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιερευνήτοις — ἀδιερεύνητος inscrutable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιερεύνητα — ἀδιερεύνητος inscrutable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιεξέταστος — ἀδιεξέταστος, ον (Α) [διεξετάζω] 1. αυτός που δεν επιδέχεται εξέταση ή διερεύνηση 2. που δεν εξετάστηκε, ο αδιερεύνητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»